Τηλεθεατές ή Πολίτες;
Άννα Κύνθια Μπουσδούκου
«Ο Τύπος είναι το καλύτερο εργαλείο για τον φωτισμό του νου του ανθρώπου και για την βελτίωσή του ως ελλόγου, ηθικού και κοινωνικού όντος».[1] – Thomas Jefferson
Η αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπου και των διαφόρων μέσων επικοινωνίας είναι πολύπλοκη και διαρκώς εξελισσόμενη, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πραγματικό νόημα των δημοκρατικών καθηκόντων και υποχρεώσεων, καθώς και την εξέλιξη ή μη των πολιτών σε πολιτικά όντα. Στο ευρύτερο πλαίσιο της σύγχρονης κουλτούρας των μέσων ενημέρωσης, οι Διάλογοι του ΙΣΝ άγγιξαν αυτού του είδους τα ερωτήματα, κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής συζήτησης με τίτλο «Τηλεθεατές ή Πολίτες;», η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 27 Σεπτεμβρίου, στην Πειραιώς 260. Στη συζήτηση συμμετείχαν η Δρ Laurie Ouellette, καθηγήτρια Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, ο Δρ Darren Lilleker, καθηγητής Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth, και ο Δρ Timothy Shaffer, Πρόεδρος SNF Civil Discourse και Διευθυντής του SNF Ithaca Initiative.
Η εισαγωγή της Εκτελεστικής Διευθύντριας των Διαλόγων του ΙΣΝ, Άννα-Κύνθια Μπουσδούκου, καθόρισε το πλαίσιο της εκδήλωσης: «Κάθε μέρα, κάθε φορά, ακόμη και σε πραγματικό χρόνο, μια ροή φρικτών ειδήσεων πλημμυρίζει τα μέσα ενημέρωσης, τις οθόνες μας και κατά συνέπεια το μυαλό και τη ζωή μας. Ο τρόπος με τον οποίο παρέχονται οι ειδήσεις μέσω των σημερινών μέσων ενημέρωσης μας κάνει να νιώθουμε ανίσχυροι, αποθαρρυμένοι από το να είμαστε ενεργοί, να συμμετέχουμε και μας μετατρέπει σε μια μάζα παθητικών θεατών».
Ωστόσο, προτού συζητήσουμε τα θεμέλια της διασταύρωσης ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και στην ιδιότητα του πολίτη, ας κάνουμε πρώτα ένα βήμα πίσω. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, μεταξύ των άλλων μέσων επικοινωνίας, οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές ελέγχονταν από κυβερνητικούς κανονισμούς προκειμένου να προωθούν ενημερωτικό περιεχόμενο. Υπό το ίδιο πρίσμα, η δημοσιογραφία θεωρήθηκε δημόσιο αγαθό, ένα πεδίο όπου οι τηλεθεατές μετατρέπονται σε πολίτες και λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις.[2] Ωστόσο, σύμφωνα με τον Δρ. Timothy Shaffer, σε μια συνέντευξη με τους Διαλόγους του ΙΣΝ, πριν απο την εκδήλωση, “[στο] Αθηναϊκό δημοκρατικό μοντέλο, όλοι όφειλαν… να είναι παρόντες στην Αγορά… όλοι όφειλαν… να είναι ενημερωμένοι πολίτες που θα μπορούσαν να πάρουν αποφάσεις για λογαριασμό άλλων. Εδώ που βρισκόμαστε τώρα και έχουμε εδώ και πολύ καιρό...οι περισσότεροι από εμάς δεν το σκεφτόμαστε αυτό. Άρα, είμαστε εξ ορισμού τηλεθεατές».
Πράγματι, τη δεκαετία του 1980 άλλαξε εντελώς το τοπίο των μέσων ενημέρωσης. Αν και η οικονομική φιλελευθεροποίηση και η άρση των κανονισμών κατέρριψαν τα ραδιοτηλεοπτικά μονοπώλια και επέτρεψαν την εμφάνιση δικτύων πολλών καναλιών (MCN – multi-channel networks), αυτό είχε το τίμημά του. Οι αίθουσες σύνταξης μετατράπηκαν σε εμπορικούς κόμβους, αποτιμώντας πάνω απ’ όλα το κέρδος. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μανία για κέρδος ανέστησε τα παλιά ραδιοτηλεοπτικά μονοπώλια με τη μορφή των εταιρικών κολοσσών που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Το 2022, οι μεγαλύτεροι αμερικανικοί όμιλοι μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της Comcast, της Disney και της Paramount Global, ήλεγχαν περισσότερο από το 90% των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης.[3]
Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση της κερδοφορίας συνεπάγεται ορισμένους περιορισμούς, προωθώντας αποκλειστικά περιεχόμενο που είναι ελκυστικό και δημοφιλές. Άλλωστε, τι είναι καλύτερο από τις προωθητικές ενέργειες μάρκετινγκ που θα κάνουν τη νοικοκυρά ευτυχισμένη, τα κουτσομπολιά των διασημοτήτων ή τις αθλητικές ειδήσεις; Η πληροφόρηση μετατρέπεται τότε σε «infotainment» (όρος που προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων information και entertainment) και η παραδοσιακή δημοσιογραφία γίνεται «σκανδαλοθηρική»[4].
Και παρόλο που η πολιτική δεν έχει εξαφανιστεί τελείως από την εικόνα, έχει μετατραπεί σε ριάλιτι – σε έναν «αγώνα δρόμου» διενέξεων, συγκρούσεων και αφηγήσεων πολιτικής στρατηγικής. Σύμφωνα με τον Δρ Darren Lilleker, σε μια συνέντευξη που παρείχε στους Διαλόγους του ΙΣΝ, πριν την εκδήλωση, «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εφαρμόζουν σαφή στρατηγική ως προς τον εντοπισμό των τάσεων της κοινής γνώμης και των αντιλήψεων των ανθρώπων, τις εκμεταλλεύονται και στη συνέχεια τους δίνουν φωνή. Και φυσικά, τα θέματα παρουσιάζονται όσο το δυνατόν πιο αμφιλεγόμενα... Ο τίτλος ενός άρθρου ή άλλου περιεχομένου θα πρέπει να είναι μια πραγματικά σύντομη, αιχμηρή και αμφιλεγόμενη δήλωση, ώστε ο κόσμος να κάνει κλικ και να δει τις διαφημίσεις και όλα τα υπόλοιπα». Ωστόσο, αυτή η στρατηγική όχι μόνο περιορίζει την ικανότητα των ακροατηρίων να σχηματίζουν ορθή κριτική, αλλά συχνά κάνει τους ανθρώπους να είναι κυνικοί και αδιάφοροι απέναντι στις πολιτικές διαδικασίες γενικότερα.[5] Αυτός ο κυνισμός, γνωστός και ως «media malaise» (δυσφορία απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης), αναφέρεται στο αίσθημα απέχθειας προς τις πολιτικές ειδήσεις, στην τάση για δυσπιστία προς την κυβέρνηση και στην περιορισμένη επιθυμία για συμμετοχή στα κοινά.[6]
Σε μια μελέτη του 2017-2018 στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία συμμετείχαν 43 «news avoiders» (άτομα που αποφεύγουν τις ειδήσεις), πολλοί αποκάλεσαν τις ειδήσεις «καταστροφολογία και μαυρίλα» (doom and gloom) – κάτι που προάγει το άγχος και την αβεβαιότητα. Ορισμένοι μάλιστα χαρακτήρισαν τις ειδήσεις ως ανούσιες, λέγοντας ότι οι ίδιοι δεν είχαν την απαραίτητη ικανότητα αυτενέργειας ώστε να δράσουν με βάση τα όσα αναφέρονταν.[7]
Στην πραγματικότητα, από το 2017, η αποφυγή των ειδήσεων έχει διπλασιαστεί. Μια έρευνα του Reuters το 2023, στην οποία συμμετείχαν 303 ψηφιακοί ηγέτες σε 53 χώρες, έδειξε ότι αυτό το αίσθημα απώλειας αυτενέργειας οδήγησε σε ένα εντυπωσιακό ποσοστό 58% στατικότητας ή μείωσης της επισκεψιμότητας σε διαδικτυακούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους.[8] Όπως υποστήριξε η Δρ Laurie Ouellette, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που διεξήχθη στο πλαίσιο των Διαλόγων των ΙΣΝ, πριν την εκδήλωση, αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι «[τα μέσα ενημέρωσης] δημιουργούν μια ψευδαίσθηση του ιδανικού της φιλελεύθερης δημοκρατίας... Δεν είναι τόσο ότι οι άνθρωποι... δεν ενδιαφέρονται. Το πρόβλημα είναι [ότι]... αποκλείεται κάθε είδους ουσιαστική συμμετοχή και κάθε είδους ουσιαστική δημοκρατική διαδικασία».
Είναι, λοιπόν, άραγε άδικο να υποθέσουμε ότι το πώς αισθανόμαστε για τις ειδήσεις καθορίζει την εμπλοκή μας στην πολιτική και στην αστική ζωή; Καθόλου. Με τις ειδήσεις να προβάλλουν διαρκώς την αναταραχή και το αφήγημα του μίσους, ο σύγχρονος θεατής μετατρέπεται, από πολίτης που ενεργεί με βάση τις ειδήσεις, σε καταναλωτή ειδήσεων και τελικά σε άτομο που αποφεύγει τις ειδήσεις, εγείροντας ερωτήματα για το αν εν τέλει ζούμε σε μια «δημοκρατία χωρίς πολίτες».[9]
Πολιτικοί επιστήμονες και άλλοι μελετητές έχουν φτάσει στο σημείο να υποστηρίζουν ότι δεν είμαστε πλέον πολίτες, αλλά μάλλον «τηλε-πολίτες», κάτι που έχει πλέον περιέλθει στη σφαίρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της διαδικτυακής παρουσίας. Ο «τηλε-πολίτης» και οι σύγχρονοι ομόλογοί του απλώς εκφράζουν τις ατομικές τους απόψεις για τα τρέχοντα ζητήματα με σκοπό τη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση ή την επίδειξη αρετής, χωρίς πραγματικά να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί μια αναδημοσίευση στο Instagram ή μια διαδικτυακή συκοφαντία της κυβέρνησης έχουν αντικαταστήσει σχεδόν πλήρως την δια ζώσης παρουσία σε μια δημόσια συνάντηση, τη συμμετοχή σε μια διαμαρτυρία ή την επικοινωνία με κάποιον άλλο, πέραν των τρολ στο Twitter. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι, παρά την μεγαλύτερη ελευθερία της συμμετοχής λόγω της τεχνολογίας, οι άνθρωποι, ειδικά οι οικονομικά περιθωριοποιημένες και απαξιωμένες ομάδες, εξακολουθούν να μην μπορούν να συμμετέχουν ουσιαστικά. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης των Διαλόγων, ο Δρ. Darren Lilleker εξέφρασε:
Οι ψηφιακές τεχνολογίες επιτρέπουν σε όλους να έχουν φωνή σε κάποιο βαθμό. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει, αλλά δεν ακούγονται όλοι.
Σε κάθε περίπτωση, ο «τηλε-πολίτης» φαίνεται να ακολουθεί μία εξατομικευμένη πολιτική. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον με βάση τις πολιτικές ατζέντες, αλλά περισσότερο με βάση την προσωπικότητα αυτών που βρίσκονται πίσω από τις ατζέντες αυτές.[10] Όπως ο πολίτης μετατρέπεται σε «τηλε-πολίτη», έτσι και οι δημοκρατίες μετατρέπονται σε «τηλε-δημοκρατίες» ή σε διαδικτυακές δημοκρατίες, όπου η προσωπικότητα και η εμπορικότητα ενός πολιτικού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεγαλύτερη αξία, και οι ιδιότητες του ορθολογισμού και της συλλογικότητας αντικαθίστανται από τον εγωισμό και τον ναρκισσισμό. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, η Δρ. Laurie Ouellette, απέδωσε αυτό το φαινόμενο στο γεγονός ότι:
Αυτό που προσπαθούν να κάνουν τα ΜΜΕ δεν είναι να παθητικοποιήσουν τους πολίτες, αλλά να τους ενεργοποιήσουν ως θαυμαστές. Θολώνουν τα όρια μεταξύ της ενημέρωσης, της ψυχαγωγίας και της πολιτικής.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πλευρά σε αυτό το νόμισμα ΜΜΕ-πολιτών που μπορεί να μας δώσει ελπίδα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν ακόμη να ενδυναμώσουν τους πολίτες σε ορισμένες περιπτώσεις. Η «ελαφριά ψυχαγωγία» (όπως π.χ. τα talk shows) έχει φέρει στην επιφάνεια ιδιωτικές ιστορίες σεξουαλικών επιθέσεων, φτώχειας, ψυχικών ασθενειών και διακρίσεων, δημιουργώντας μια προσιτή, οργανική ευκαιρία για ανοιχτό διάλογο. Ακόμα και ο κυνισμός λέγεται ότι δημιουργεί παθιασμένους «κριτικούς πολίτες» αντί να τους «απενεργοποιεί» εντελώς.[11] Υπό αυτή την έννοια, το χάσμα μεταξύ «πολίτη» και «καταναλωτή» γεφυρώνεται, γεννώντας τον «καταναλωτή πολίτη», ένα άτομο που μπορεί να εξακολουθεί να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα και καθήκοντα ενώ ταυτόχρονα ζει σε μια καταναλωτική οικονομία.[12].
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: αν τα μέσα ενημέρωσης – τα οποία είναι προσανατολισμένα στις συγκρούσεις, στην διαφήμιση ή στα ριάλιτι – προωθούν ένα είδος συμμετοχής του κοινού, είναι αυτό το είδος συμμετοχής που χρειαζόμαστε προκειμένου να διατηρήσουμε τις δημοκρατίες μας; Και αν ναι, τι είδους δημοκρατίες έχουμε μπροστά μας;
Σε κάθε περίπτωση, για να μπορούν τα μέσα ενημέρωσης να ενημερώνουν το κοινό[13], πρέπει πρωτίστως να υπάρχει κοινό, και όταν οι πολίτες παραλείπονται από το «κοινωνικό συμβόλαιο» ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και στο κράτος, η συζήτηση για το τι μπορεί και τι πρέπει να είναι η δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης καθίσταται αδύνατη. Οι πολίτες θα πρέπει να γίνουν ενεργοί συμμετέχοντες και αξιολογητές.[14] Έχει ήδη σημειωθεί πρόοδος σε αυτό το μέτωπο, μέσα από την άνοδο της δημοσιογραφίας των πολιτών, μιας συμμετοχικής συνεργατικής πρακτικής με την οποία τα μέλη του κοινού μπορούν να συλλέγουν, να αναλύουν και να διαδίδουν πληροφορίες χωρίς απαραίτητα να είναι επαγγελματίες δημοσιογράφοι.[15] Παρόλαυτα, κάτα τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Δρ. Timothy Shaffer προσκάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους να εξετάσουν αντίστροφα τη σχέση μεταξύ του πολίτη και του δημοσιογράφου:
Πού είναι αυτή η γραμμή [μεταξύ πολίτη και δημοσιογράφου]; Είναι αυτή η αίσθηση των επαγγελματικών προσδοκιών για το τι σημαίνει να είσαι δημοσιογράφος. Ωστόσο θα το προσέγγιζα αντίστροφα. Πόσο οι δημοσιογράφοι θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες; Πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε τους επαγγελματίες να δουν τον εαυτό τους από μια αστική σκοπιά;
Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται προφανές ότι είναι αναγκαίες άλλες συμμετοχικές διέξοδοι. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα που διεξήχθη από Reuters το 2023 και η οποία αναφέρθηκε παραπάνω, ανάμεσα σε 211 ερωτηθέντες, το 64% εξέφρασε την ανάγκη για «αργή δημοσιογραφία» και το 73% επεσήμανε τη σημασία της «εποικοδομητικής δημοσιογραφίας», η οποία στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό της δημοσιογραφίας σε προωθητή θετικών δημόσιων συζητήσεων.[16]
Είτε επιδιώκουμε μια ταυτότητα αυστηρά του «πολίτη» ή ένα υβρίδιο «πολίτη-καταναλωτή», είτε στοχεύουμε στην αποκατάσταση των παραδοσιακών δημοκρατιών ή στην οικοδόμηση νέων, θα πρέπει να θέσουμε ως προτεραιότητα την αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και την πιθανή ανάγκη για μεταρρύθμιση. Μπορεί ένα επανασχεδιασμένο τοπίο των μέσων ενημέρωσης, απαλλαγμένο από συμφέροντα και προκατειλημμένες αφηγήσεις, να δημιουργήσει έναν ενεργό πολίτη ικανό να διαμορφώσει το συλλογικό του μέλλον;
Η συζήτηση των Διαλόγων του ΙΣΝ ασχολήθηκε με αυτά τα ερωτήματα, καθώς δεν αφορούν μόνο τη δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης, αλλά κυρίως το ρόλο των πολιτών ως πολιτικών και κοινωνικών όντων.